πακτωνίτης

πακτωνίτης
(I)
πακτωνίτης, ὁ (Α)
κατασκευαστής πάκτωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων «λέμβος» + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].
————————
(II)
πακτωνίτης, ὁ (Α)
εκκλησιαστικός αξιωματούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πακτωνοποιός — πακτωνοποιός, ὁ (Α) πακτωνίτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων, ωνος «λέμβος» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πακτωτής — πακτωτής, ὁ (Α) πακτωνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”